ἀπογυμνώσῃ

ἀπογυμνώσῃ
ἀπογυμνώσηι , ἀπογύμνωσις
stripping bare
fem dat sg (epic)
ἀπογυμνάζω
bring into hard exercise
fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
ἀπογυμνάζω
bring into hard exercise
fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
ἀπογυμνόω
strip bare
aor subj mid 2nd sg
ἀπογυμνόω
strip bare
aor subj act 3rd sg
ἀπογυμνόω
strip bare
fut ind mid 2nd sg
ἀ̱πογυμνώσῃ , ἀπογυμνόω
strip bare
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱πογυμνώσῃ , ἀπογυμνόω
strip bare
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀπογυμνόω
strip bare
aor subj mid 2nd sg
ἀπογυμνόω
strip bare
aor subj act 3rd sg
ἀπογυμνόω
strip bare
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απογύμνωση — η (AM ἀπογύμνωσις) η αφαίρεση όλων των ενδυμάτων, το ξεγύμνωμα νεοελλ. 1. η πλήρης αρπαγή των υπαρχόντων κάποιου, η ληστεία 2. η λεηλασία …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυφο — I (Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που… …   Dictionary of Greek

  • ψίλωση — η / ψίλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ψιλῶ / ώνω] 1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα 2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα νεοελλ. α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία β) επίμονη διάρροια νεοελλ. μσν. γραμμ. η χρήση τού ψιλού πνεύματος, τής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… …   Dictionary of Greek

  • αποψίλωση — η (AM ἀποψίλωσις) 1. η γύμνωση μιας έκτασης από βλάστηση με ξερίζωμα ή ολοκληρωτικό κάψιμο των φυτών της 2. η τέλεια αποστέρηση κάποιου από κάτι αρχ. 1. η ολοκληρωτική αφαίρεση των τριχών, η αποτρίχωση, το μάδημα 2. (για αμπέλι) απογύμνωση από… …   Dictionary of Greek

  • γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση τού δέρματος ζώου, η εκδορά 2. επιπόλαιο τραύμα στην επιδερμίδα, γρατζούνισμα 3. (για φυτά) η αφαίρεση τού φλοιού 4. η χρηματική απογύμνωση κάποιου ή η πώληση πράγματος σε υπερβολικά υψηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα,… …   Dictionary of Greek

  • γδύσιμο — το [γδύνω] 1. αφαίρεση ή αποβολή ενδυμάτων, απογύμνωση 2. ολοσχερής αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία 3. πώληση σε υπέρογκη τιμή …   Dictionary of Greek

  • εκτραχηλισμός — ο (AM ἐκτραχηλισμός) εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. απογύμνωση τού τραχήλου ή και τού στήθους 2. μία από τις λαβές τού κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα μσν. αποκεφαλισμός …   Dictionary of Greek

  • ερήμωση — η (AM ἐρήμωσις) [ερημώνω] 1. καταστροφή, ρήμαγμα, κατερείπωση 2. κένωση, εγκατάλειψη τόπου νεοελλ. (για καλλιεργημένες εκτάσεις) αποψίλωση, απογύμνωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”